αἴγειρος

αἴγειρος
αἴγειρος
Grammatical information: f.
Meaning: `black poplar' (Il.).
Other forms: αἴγερος Com. Adesp. 1276 (Kock).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with αἰγίλωψ, αἰγανέη is uncertain. Sommer IF 55, 260, pointing to the many non-IE words like αἴγιθος and names with Αἰγ- (Αἴγινα, Αἰγαί etc.) suggested pre-Greek origin. This would be confirmed by the form with -ε-.
Page in Frisk: 1,30-31

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἴγειρος — black poplar fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγειρος — I Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη της Μεγαρίδας, που λεγόταν και Αιγειρούσα. Παρότι που δεν σώθηκαν ίχνη της, τοποθετείται στη βόρεια ακτή της λίμνης Γοργώπιδας. 2. Αρχαία κωμόπολη της Λέσβου, μεταξύ Μυτιλήνης και Μήθυμνας. II …   Dictionary of Greek

  • αίγειρος — Ονομασία που έδιναν οι αρχαίοι στο δέντρο, το γνωστό με την επιστημονική ονομασία λεύκη η μέλαινα. Ο Θεόφραστος, ο Ιπποκράτης και ο Διοσκουρίδης αναφέρουν και το είδος α. η κρητική κάρπιμος, της οποίας οι καρποί χρησιμοποιούνταν στη θεραπευτική.… …   Dictionary of Greek

  • αἰγείρω — αἴγειρος black poplar fem nom/voc/acc dual αἴγειρος black poplar fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείροιο — αἴγειρος black poplar fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείροις — αἴγειρος black poplar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείροισι — αἴγειρος black poplar fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείροισιν — αἴγειρος black poplar fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείρου — αἴγειρος black poplar fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείρους — αἴγειρος black poplar fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείρων — αἴγειρος black poplar fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”